ὑπόδημα

ὑπόδημα
ὑπόδημ-α, ατος, τό, ([etym.] ὑποδέω)
A sole bound under the foot with straps, sandal,

ποσὶν . . ὑποδήματα δοῦσα Od.15.369

;

ποσὶν . . ὑποδήματα δοίην 18.361

, cf. Hdt.1.195, etc.;

ποδὸς ὑ. Pl.Alc.1.128a

, etc.; whereas ὑπόδημα κοῖλον is a shoe or half-boot, which covered the whole foot (v.

κοῖλος 1.1

); ὑπόδημα is sts. used alone in this sense, cf. Ar.Pl. 983 (and Sch. ad loc.), Arist.Rh.1392a32; εἰς ὑποδήματα γράφειν put down as paid for shoes, Lys.32.20 ([voice] Pass.); δεξιὸν εἰς ὑ., ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα, of one who is ready for anything, perh. alluding to Theramenes (v.

κόθορνος 3

), Ar.Fr.914 (perh. Ar.Byz., cf. Did. and Polem.Hist. (Fr.101 M.) ap. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533 B.); similar words are ascribed to Pythag. by Iamb.Protr.21.ιά (where ὑπόδησις is used);

τὸ ὑ. ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Hdt.6.1

, cf. Lib.Ep.52;

ὁ σπάρτος, ἐξ οὗ πλέκουσιν ὑποδήματα τοῖς ὑποζυγίοις Gal. 6.502

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπόδημα — sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc sg ὑπόδημον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — το, ατος προστατευτικό εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, παπούτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδημάτων — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδήμασι — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδήμασιν — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδήματα — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδήματι — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδήματος — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”